- μελανοτροπίνη
- ηιατρ. περιπληπτική ονομασία τών ορμονών τού διάμεσου λοβού τής υπόφυσης οι οποίες αυξάνουν τη σύνθεση μελανίνης, διαστέλλουν τα μελανοκύτταρα και κατανέμουν τη μελαγχρωστική ρυθμίζοντας τη χροιά τού δέρματος.
Dictionary of Greek. 2013.